ασκομαχώ

ασκομαχώ
(-άω)
αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκώνω «φουσκώνω, γίνομαι σαν ασκί, φυσώ σαν το ασκί» + -μαχώ (πρβλ. αγκομαχώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”